σμυριδόσκονη

σμυριδόσκονη
και, λόγιος τ., σμυριδόκονις, η, Ν
σκόνη σμύριδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + σκόνη / κόνις. Ο τ. σμυριδόκονις μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σμυριδόκονις — η, Ν βλ. σμυριδόσκονη …   Dictionary of Greek

  • σμυριδόπανο — το, Ν ύφασμα επιχρισμένο με σμυριδόσκονη το οποίο χρησιμοποιείται ως στιλβωτικό μέσο στην κατεργασία τών μετάλλων …   Dictionary of Greek

  • σμυριδόχαρτο — το, Ν χαρτί επιχρισμένο με σμυριδόσκονη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + χαρτί. Η λ., στον λόγιο τ. σμυριδόχαρτον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • σμυριδώνω — Ν επιχρίω με σμυριδόσκονη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα. Η λ., στον λόγιο τ. σμυριδῶ, όω, μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό Βύρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”